δακτυλίου

  • 11σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 12ατόλες — Νησιά με μορφή δακτυλίου που περικλείουν μια λιμνοθάλασσα, της οποίας η διάμετρος μπορεί να φτάσει τα 60 70 μ. Μεταξύ των σχηματισμών της γήινης επιφάνειας, που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής δράσης των κοραλλιών ή ανθοζώων, οι α. είναι οι πιο …

    Dictionary of Greek

  • 13ANNULI — originis incertae; fabulae illorum vetustatem a rupe Caucatea repetunt et Promethei vincula eo detorquent. Troianis certe temporibus usum Annuli fuisse ignoratum, Plinius affirmat, hâc ratione ductus, quod Homerus eorum nullam fecerit mentionem,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14PALA Annularis — seu Palea, item Paleta, pars est annuli, quae gemmam cohibet; hinc Obstrigillum quoque, a stringendo gemmam et obstrigillando, dicta. Graece πυελὶς, σφενδόνη τοῦ δακτυλίου, σφραγιδοφύλαξ. Funda quoque dicitur, apud Plin. l. 37. c. 9. ubi, de… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15SPHRAGIS — apud Plin. l. 37. c. 8. nec diversae (gemmae) quas Sphragidas vocant, publico harum gemmarum dominio iis tanrum dato, quoniam optime signent: gemmae nomen, e sardae generibus. Hic enim primus et vetustissimus apud Graecos usus Istiusmodi minoris… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …

    Dictionary of Greek

  • 17έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 18αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …

    Dictionary of Greek

  • 19αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …

    Dictionary of Greek

  • 20βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …

    Dictionary of Greek