δακρύῃ

  • 1δακρύῃ — δακρύ̱ῃ , δακρύω weep pres subj mp 2nd sg δακρύ̱ῃ , δακρύω weep pres ind mp 2nd sg δακρύ̱ῃ , δακρύω weep pres subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2οικτίζω — οἰκτίζω (Α) [οίκτος] 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.) 2. μέσ. οἰκτίζομαι α) πενθώ β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς… …

    Dictionary of Greek