δακρύδιον
1δακρύδιον — neut nom/voc/acc sg …
2δακρυδίου — δακρύδιον neut gen sg …
3δακρυδίων — δακρύδιον neut gen pl …
4δακρύδιο — το (Α δακρύδιον) μικρό δάκρυ νεοελλ. 1. το σημείο συναντήσεως τής πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και τής μετωποδακρυϊκής ραφής 2. γένος κωνοφόρων φυτών 3. γένος μυτιλιδών μαλακίων αρχ. γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως… …