δακρυο-γόνος

  • 1πυριγόνος — και πυρογόνος, ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, παιδο γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] …

    Dictionary of Greek

  • 2ηχογόνος — ο αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος, δακρυο γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 3κηκιδογόνος — ο, θηλ. και α (για έντομα) αυτός που προκαλεί κηκίδες στα δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηκίς, ῖδος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, πυρι γόνος] …

    Dictionary of Greek