δακρυοειδής
1δακρυοειδής — ές 1. όποιος μοιάζει στο σχήμα με δάκρυ 2. (το ουδ. πληθ.) δακρυοειδή κατηγορία σπερμάτων, όπως τής αχλαδιάς, που μοιάζουν με το δάκρυ …
2δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …
3-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …
4δακρυόμορφος — η, ο ο δακρυοειδής …