δαιτρόν
1δαιτρόν — δαιτρόν, το (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαιτρός* από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) τρον ή, κατ άλλους, απευθείας < δαιτρός] …
2δαιτρόν — neut nom/voc/acc sg δαιτρός one that carves and portions out masc acc sg …
3δαιτροῦ — δαιτρόν neut gen sg δαιτρός one that carves and portions out masc gen sg …
4δαιτρῶν — δαιτρόν neut gen pl δαιτρός one that carves and portions out masc gen pl …
5-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
6dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… …