δαιταλουργία
1δαιταλουργίᾳ — δαιταλουργίᾱͅ , δαιταλουργία cookery fem dat sg (attic doric aeolic) …
2δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] …
3δαιταλουργίαν — δαιταλουργίᾱν , δαιταλουργία cookery fem acc sg (attic doric aeolic) …