δαιμόνιε
1δαιμόνιε — δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιος of masc/fem voc sg …
2δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …
3δαιμόνι' — δαιμόνια , δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc/fem voc sg δαιμόνιαι , δαιμόνιος of fem …
4φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …