δαιμονίζομαι
31φρενιάζω — Ν 1. (μτβ.) κάνω κάποιον έξω φρενών, εξοργίζω, δαιμονίζω 2. (αμτβ.) α) γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, δαιμονίζομαι β) κάνω πολύ θόρυβο γ) είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία («πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή»,… …
32ԱՅՍԱՀԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0094 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ձ. δαιμονίζομαι a daemonio vexor, πνευματοφοροῦμαι spiritu (malo) ducor, ἑπιληπτεύομαι furo insanio Հարկանիլ յայսոյ. լլկիլ ʼի դիւէ. ... եւ մոլեգնիլ. մոլիլ. յիմարիլ. ...… …
33ԴԻՒԱՀԱՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0628 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c չ. ԴԻՒԱՀԱՐԵՄ ԴԻՒԱՀԱՐԻՄ. δαιμονίζομαι, ὁχλοῦμαι a daemone vexor, turbor Հարկանիլ ի դիւէ. լլկիլ. այսահարիլ. մոլեգնիլ. *Եւ այլ ոչ եւս դիւահարեսցէ. Տոբ. ՟Զ. 8: *Դիւահարէին եւ …
34ԴԻՒԱՀԱՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0628 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ձ. ԴԻՒԱՀԱՐԵՄ ԴԻՒԱՀԱՐԻՄ. δαιμονίζομαι, ὁχλοῦμαι a daemone vexor, turbor Հարկանիլ ի դիւէ. լլկիլ. այսահարիլ. մոլեգնիլ. *Եւ այլ ոչ եւս դիւահարեսցէ. Տոբ. ՟Զ. 8: *Դիւահարէին… …
35αγγελοκρούω — αγγελόκρουξα, αγγελοκρούστηκα, αγγελοκρουσμένος, αμτβ. 1. αντικρίζω τον άγγελό μου την ώρα του θανάτου, ψυχομαχώ: Δυο μερόνυχτα αγγελοκρουόταν το παλικάρι. 2. δαιμονίζομαι, σεληνιάζομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36φρενιάζω — φρένιασα, φρενιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω κάποιον πολύ, τον δαιμονίζω, τον κάνω έξω φρενών: Ηρωδιάς...του Γιοχαννάν την κατάρα γρικάει που τη φρενιάζει (Ι. Γρυπάρης). 2. αμτβ., γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών, με πιάνει μανία, δαιμονίζομαι, θυμώνω πολύ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37δαιμόνισσαι — δαιμόνισσα fem nom/voc pl δαιμονίζομαι fate appointed aor imperat mp 2nd sg (epic) …
38ἀποδαιμονίζει — ἀπό δαιμονίζομαι fate appointed pres ind mp 2nd sg …