δαιμονίζομαι
21δαιμονίζονται — δαιμονίζομαι fate appointed pres ind mp 3rd pl …
22ἐδαιμονιζόμην — δαιμονίζομαι fate appointed imperf ind mp 1st sg …
23ἐδαιμονίζετο — δαιμονίζομαι fate appointed imperf ind mp 3rd sg …
24ἐδαιμονίσθη — δαιμονίζομαι fate appointed aor ind mp 3rd sg …
25δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 …
26бесноватися — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. 1) (греч. δαιμονίζομαι), быть одержимым бесом; 2)… …
27αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …
28δαιμονιάζομαι — [δαιμόνιο] δαιμονίζομαι …
29δαιμονισμός — ο (AM δαιμονισμός) [δαιμονίζομαι] το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα …
30κακοδαιμονώ — (I) κακοδαιμονῶ, άω (Α) [κακοδαίμων] κατέχομαι από κακό δαίμονα, δαιμονίζομαι. (II) (Α κακοδαιμονῶ, έω) [κακοδαίμων] έχω κακή τύχη, δυστυχώ αρχ. αστρολ. βρίσκομαι στην περιοχή τού κακού δαίμονα …