δαιθμός
1δαιθμός — δαιθμός, ο (Α) 1. κλήρος, τμήμα γης 2. μέθοδος, κανόνας διανομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ)] …
2δαιθμός — allotment masc nom sg …
3δαιθμόν — δαιθμός allotment masc acc sg …
4-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …