δαιδαλεύομαι
1δαιδαλεύομαι — (Α) δαιδάλλω …
2δαιδαλεύεται — δαιδαλεύομαι pres ind mp 3rd sg …
3δαιδαλεύτρια — δαιδαλεύτρια, η (Α) [δαιδαλεύομαι] γυναίκα έμπειρη, εξασκημένη στην εργασία …
4δαιδαλώ — δαιδαλῶ ( όω) (Α) [δαίδαλος] δαιδάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιδαλεύομαι (δαίδαλος) απαντά στη μτγν. Ελληνική (Φίλων, μηχανικός) αντί τού δαιδάλλω] …