δαίμων
1δαίμων — god masc/fem nom/voc sg …
2δαίμων — ο βλ. δαίμονας …
3δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …
4Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …
5δαιμόνεσσι — δαίμων god masc/fem dat pl (epic aeolic) …
6δαιμόνοιν — δαίμων god masc/fem gen/dat dual …
7δαιμόνων — δαίμων god masc/fem gen pl δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
8δαῖμον — δαίμων god masc/fem voc sg …
9δαίμονα — δαίμων god masc/fem acc sg …
10δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …