δαίμονας
1δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …
2δαίμονας — ο 1. διάβολος, σατανάς, το πνεύμα του κακού: Δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλό, γιατί έχει τον δαίμονα μέσα του. 2. μτφ., άνθρωπος καταχθόνιος, δόλιος και έξυπνος, διαβολεμένος: Σε όλη του την επιχειρηματική του ζωή υπήρξε σωστός δαίμονας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3δαιμονᾷς — δαιμονάω to be under the power of a pres subj act 2nd sg δαιμονάω to be under the power of a pres ind act 2nd sg (epic) …
4δαιμόνας — δαιμόνᾱς , δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
5δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …
6δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …
7Αεσμά Νταέβα — (Δαίμονας της βίας).Πονηρός δαίμονας της αρχαίας περσικής θρησκείας. Προκαλούσε πολλά δεινά στους ανθρώπους και στα ζώα. Μερικοί ταυτίζουν τον Α.Ν. με τον Ασμοδαίο, αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες δεν παραδέχονται την ταύτιση αυτή, γιατί o… …
8Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …
9бѣсъ — БѢС|Ъ (887), А с. Бес, нечистая сила: Пи˫аньство самовольныи бѣсъ. (ὁ δαίμων) Изб 1076, 265; радоуитасѩ. врача бол˫ащиимъ и бѣсомъ прогонителѩ. Стих 1156 1163, 73 об.; и ѡ(т)селѣ не имоуть ти никоѥ˫а же пакости створити лоукавии бѣси ЖФП XII,… …
10αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …