δαίδαλος

  • 81παρατραγωδία — ἡ, Α η διακωμώδηση με απομίμηση τού ύφους και τής μορφής τών μύθων τών τραγικών ποιητών, ιδίως στις κωμωδίες τού Αριστοφάνη Δαίδαλος, Φοίνισσαι κ.ά …

    Dictionary of Greek

  • 82περιδαίδαλος — ον, Α ο στολισμένος ολόγυρα και σε όλη του την έκταση με πολλά σχέδια και διακοσμητικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαίδαλος «ποικίλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 83πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 84σκυλλίς — Γλύπτης από την Κρήτη. Πατέρας του ήταν ο Δαίδαλος, που του δίδαξε τη γλυπτική. Εργαζόταν πάντοτε μαζί με τον αδελφό του γλύπτη Δίποινο και τα έργα του, εκτός από τη Σικυώνα, κοσμούσαν πολλά ιερά στην Πελοπόννησο. * * * Α (κατά τον Ησύχ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 85ταλώς — Κατά τη μυθολογία, γιος της Πέρδικας, αδελφής του Δαίδαλου, εγγονός του Μητίωνα, δισέγγονος του Ερεχθέα. Όταν έγινε 12 χρόνων, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε στον Δαίδαλο. Άξιος και ευφυής όπως ήταν, γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλό του. Εφεύρε το… …

    Dictionary of Greek

  • 86χαμαί — ΝΜΑ επίρρ. στο έδαφος, καταγής, χάμω (α. «χαμαί θωρώ και λέω το» ντρέπομαι πολύ, λαϊκ. έκφρ. θ. «εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,...», παροιμ. φρ. γ. «ταῡτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῡ πτύσματος», ΚΔ) αρχ. 1. μτφ. στο… …

    Dictionary of Greek

  • 87Άλαβος — Ποταμός της Σικελίας, κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον κόλπο των Υβλαίων Μεγάρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δαίδαλος συγκέντρωσε τα νερά από τις πηγές του στη μεγάλη λίμνη Κολυμβήθρα. Από τον Πλούταρχο αναφέρεται ως «Άβαλος», όπου ο… …

    Dictionary of Greek

  • 88Ανδρόγεως — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Μίνωα και της Πασιφάης ή της Κρήτης, κόρης του Αστερία. Πήρε μέρος και νίκησε στους Παναθηναϊκούς αγώνες, και για τον λόγο αυτό τον σκότωσε από ζήλια o Αιγέας. Σχετικά με τον θάνατό του υπάρχουν διαφορετικές… …

    Dictionary of Greek

  • 89Αντίφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ρόδιος από τη Λίνδο, που ίδρυσε την πόλη Γέλα στη Σικελία, μετά από εντολή της Πυθίας «πλειν εφ’ ηλίου δυσμάς και Γέλαν πόλιν οικίσαι», μαζί με τον Γέλωνα από την Τήλο ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, με τον Έντιμο από την Κρήτη.… …

    Dictionary of Greek

  • 90Βιέν, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Vien, 1716 – 1809). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου Νατουάρ στο Παρίσι και το 1745 βραβεύτηκε από την Ακαδημία με το μεγάλο βραβείο της Ρώμης για τον πίνακά του Η πανούκλα στα χρόνια του βασιλιά Δαβίδ. Τo 1864… …

    Dictionary of Greek