δαίδαλος
71δαιδαλοειδής — –ές 1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος 2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός 3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)] …
72δαιδαλοεργός — δαιδαλοεργός, όν (Μ) ο επιδέξιος τεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + εργος < έργον] …
73δαιδαλόγλωσσος — δαιδαλόγλωσσος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί με πανουργία περίτεχνη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + γλωσσος < γλώσσα] …
74δαιδαλώδης — ες [δαίδαλος] 1. δαιδαλοειδής, λαβυρινθώδης (κυρίως για οικοδομήματα) 2. περίπλοκος, σκοτεινός («συνθήκη δαιδαλώδης») …
75ευδαίδαλος — εὐδαίδαλος, ον (Α) ο περίτεχνα κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίδαλος «τεχνικά κατασκευασμένος»] …
76λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …
77λιθοδαίδαλος — λιθοδαίδαλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί με επιδεξιότητα σε λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δαίδαλος «δουλεμένος με επιδεξιότητα»] …
78μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …
79ξόανο — Έτσι ονομάζονταν τα ξύλινα ή λίθινα αγάλματα ή είδωλα, που ήταν και τα πρώτα δοκίμια της ελληνικής γλυπτικής. Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό και ότι ήταν έργα θεών ή ηρώων, γι’ αυτό και τα ονόμαζαν διιπετή και τα λάτρευαν με μεγάλο… …
80οψοδαίδαλος — ὀψοδαίδαλος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχεστράτου) ο έμπειρος στην παρασκευή εδεσμάτων, επιτήδειος μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δαίδαλος] …