δαίδαλος

  • 61Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …

    Википедия

  • 62Dédalo — (De Dédalo, personaje mitológico.) ► sustantivo masculino Laberinto, lugar con calles y encrucijadas de donde es difícil salir. * * * dédalo (del nombre del personaje mitológico a quien se atribuye la construcción del laberinto de Creta) 1 (lit.) …

    Enciclopedia Universal

  • 63Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 64άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 65αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …

    Dictionary of Greek

  • 66δίποινος — (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από την Κρήτη. Πατέρας του ήταν ο Δαίδαλος, ο οποίος του δίδαξε την τέχνη της γλυπτικής. Ο Δ. άκμασε στα χρόνια της 50ής Ολυμπιάδας (580 560 π.Χ.) και ήταν κυρίως γνωστός στη Σικυώνα, όπου φιλοτέχνησε πολλά αγάλματα… …

    Dictionary of Greek

  • 67δαίδαλον — δαίδαλον, το (Α) βλ. δαίδαλος …

    Dictionary of Greek

  • 68δαιδάλειος — α, ο (Α δαιδάλειος, α, ον) [Δαίδαλος] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στον Δαίδαλο νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης 2. το ουδ. ως ουσ. συσκευή που επινοήθηκε από τον Δαίδαλο και με την οποία πετυχαίνονταν οπτικές απάτες όμοιες με… …

    Dictionary of Greek

  • 69δαιδάλεος — α, ο (Α δαιδάλεος, α, ον και δαιδάλεος, ον) ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ. β. «διὰ μὲν ἄρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.) αρχ. 1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος… …

    Dictionary of Greek

  • 70δαιδάλλω — (Α) κατασκευάζω ή στολίζω με δεξιοτεχνία (α. «σάκος... δαιδάλλων» στολίζοντας με τέχνη την ασπίδα, Όμ. β. «μῡθοι ψεύδεσι δεδαιδαλμένοι» λόγια με ψευτιές στολισμένα, Όμ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαίδαλος] …

    Dictionary of Greek