δαίδαλος

  • 21δαίδαλε — δαίδαλος cunningly masc/fem voc sg δαιδάλλω work cunningly aor imperat act 2nd sg δαιδάλλω work cunningly aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22λογοδαίδαλος — λογοδαίδαλος, ον (Α) ο ικανός, ο έμπειρος στη διακόσμηση τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + δαίδαλος (πρβλ. λιθο δαίδαλος, χαλκο δαίδαλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 23Дедал — (Daedalus, Δαίδαλος). Мифическое лицо, считавшееся искусным архитектором и скульптором. Он жил, по преданию, при царе Миносе на острове Крит, где построил лабиринт для чудовища Минотавра. За то, что Дедал дал дочери Миноса Ариадне нить, при… …

    Энциклопедия мифологии

  • 24Daedalvs — DAEDĂLVS, i, Gr. Δαίδαλος, ου, (⇒ Tab. XXIX.) 1 §. Namen. Da δαίδαλος im Griechischen so viel, als etwas künstlich gemachtes heißt, Homer. Il. Ξ. v. 179. und lange vor diesem Dädalus δάιδαλα, so viel als geschnitzte, oder gehauene Statuen… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 25δαιδαλώ — δαιδαλῶ ( όω) (Α) [δαίδαλος] δαιδάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιδαλεύομαι (δαίδαλος) απαντά στη μτγν. Ελληνική (Φίλων, μηχανικός) αντί τού δαιδάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 26πανδαίδαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. κατεργασμένος με πολύ λεπτή τέχνη, περίτεχνα διακοσμημένος, τεχνικότατος 2. το αρσ. ως ουσ. άριστος τεχνίτης, τέλειος στο είδος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαίδαλος (πρβλ. πολυ δαίδαλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 27πολυδαίδαλος — η, ο / πολυδαίδαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης («πολυδαίδαλη αίθουσα») 2. μτφ. πολύπλοκος, περίπλοκος, αδιέξοδος («πολυδαίδαλη επιχειρηματολογία») μσν. (για ηθοποιούς) πολύ ικανός, πολύ επιδέξιος αρχ. 1. (για αντικείμενο)… …

    Dictionary of Greek

  • 28χαλκοδαίδαλος — ον, Α 1. ο έντεχνα κατασκευασμένος από χαλκό 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δαίδαλος «δουλεμένος περίτεχνα» (πρβλ. λιθο δαίδαλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 29Ίκαρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Δαίδαλου και της δούλης Ναυκράτης. Μαζί με τον πατέρα του φιλοξενήθηκε από τον Μίνωα. Ο τελευταίος υποψιάστηκε πως ο Δαίδαλος βοήθησε την Πασιφάη στις σχέσεις της με τον ταύρο, από τον οποίο γέννησε τον… …

    Dictionary of Greek

  • 30Δαιδάλωι — Δαιδάλῳ , Δαίδαλος cunningly masc dat sg Δαιδάλῳ , Δαίδαλος cunningly neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)