δί-τυλος
1τύλος — callus masc nom sg …
2τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… …
3τύλος — ο σκλήρυνση του δέρματος, κάλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4τύλοι — τύλος callus masc nom/voc pl …
5τύλοις — τύλος callus masc dat pl …
6τύλον — τύλος callus masc acc sg …
7τύλου — τύλος callus masc gen sg τυλόω make knobby pres imperat act 2nd sg τυλόω make knobby imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8τύλους — τύλος callus masc acc pl τυλόω make knobby imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
9τύλων — τύλος callus masc gen pl τύλων one with a callous hide masc nom/voc sg τυλόω make knobby imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τυλόω make knobby imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
10τύλῳ — τύλος callus masc dat sg …