δί-βολος
91ταχυβόλος — ο, Ν 1. αυτός που βάλλει με ταχύτητα, που ρίχνει γρήγορες βολές 2. το ουδ. ως ουσ. το ταχυβόλο (στρ.) παλαιός χαρακτηρισμός πολυβόλων τα οποία είχαν μεγάλη ταχύτητα βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πολυ βόλος. Η… …
92τηλεβόλος — ο / τηλεβόλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·|| αρχ. (για πέτρα ή για τόξο) αυτός που χτυπά τον στόχο του από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βόλος] …
93τοξοβόλος — ο /τοξοβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που βάλλει με τόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σφαιρο βόλος] …
94τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… …
95τριγλοβόλος — ον, Α αυτός που ψαρεύει μπαρμπούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἰχθυο βόλος] …
96τυροβόλος — ὁ, και τυροβόλον, τὸ, ΜΑ τυροβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …
97υγροβόλος — ον, Α αυτός που προκαλεί υγρασία, υγραντικός («ὑγροβόλοι σταγόνες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακρο βόλος] …
98υδροβόλος — ον, Α αυτός που ρίχνει νερό («ὑδροβόλοι δρόσοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] …
99φυλλοβόλος — α, ο / φυλλοβόλος, ον, ΝΜΑ (για πολυετή φυτά) αυτός τού οποίου τα φύλλα πέφτουν κατά το φθινόπωρο, αυτός τού οποίου τα φύλλα έχουν διάρκεια ζωής μιας μόνον βλαστητικής περιόδου και αποπίπτουν προς το τέλος της (α. «δένδρα αειθαλή και φυλλοβόλα» β …
100φωνοβόλος — ον, Α αυτός που εκπέμπει φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] …