δί-βολος

  • 81ρινοβόλος — ον, Α (για οσμή) αυτός που χτυπάει στη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σφυρο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 82ρινόβολος — ον, Α (για ήχο) αυτός που βγαίνει από τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ηλιό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …

    Dictionary of Greek

  • 83σαγηνοβόλος — ὁ, Α αλιέας που ψαρεύει με σαγήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυρο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 84σοφιβόλος — ίβολον, ΜΑ μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφία + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρι βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 85σπερμοβόλος — ον, Α αυτός που σπέρνει τον αγρό, ο σποριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 86σπινθηροβόλος — α, ο / σπινθηροβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που εκπέμπει σπινθήρες νεοελλ. φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα» ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο τού ενός ή και τών… …

    Dictionary of Greek

  • 87συηβόλος — ον, Α αυτός που χτυπά ή φονεύει χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ταυρο βόλος. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 88σφαιροβόλος — ο, η, Ν 1. αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα τής σφαιροβολίας 2. (το αρσ.) (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη νιδουλαριώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και περιλαμβάνει κοσμοπολίτικα σαπροφυτικά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από τη σε …

    Dictionary of Greek

  • 89σύμβολος — ον, ΜΑ το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ. β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 90ταυροβόλος — ον, Α 1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους 2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος προσωνυμία τής Αρτέμιδος και τής Αθηνάς στην Άνδρο 3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» το ταυροβόλιον* επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο… …

    Dictionary of Greek