δί-βολος

  • 71μηλοβόλος — ο (στο παρελθόν) νέος που πετούσε μήλα σε κοπέλα ως εκδήλωση τής αγάπης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 72μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] …

    Dictionary of Greek

  • 73ορθόβολος — ὀρθόβολος, ον (Α) αυτός που έχει ριφθεί ορθώς, που φέρεται ευθέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)* + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. οπισθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.] …

    Dictionary of Greek

  • 74οϊστοβόλος — ὀϊστοβόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ιξο βόλος, τοξο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 75παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 76πολυβόλος — Αρχαία πολεμική μηχανή, ανάλογη με τα σημερινά πολυβόλα. Αποτελούνταν από μια χοάνη στην οποία τοποθετούνταν ένας αριθμός βελών. Κάτω από τη χοάνη αυτή υπήρχε ένας κύλινδρος, που καθώς περιστρεφόταν έπαιρνε ένα βέλος και το πήγαινε στη σύριγγα… …

    Dictionary of Greek

  • 77πρωτοβόλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά ρίχνει κάτι 2. (ιδίως για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα πρώτα του δόντια («ὄνος θήλεια πρωτοβόλος», πάπ.) αρχ. ανθηρός, δροσερός, ακμαίος («πρωτοβόλος ἥβη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος… …

    Dictionary of Greek

  • 78πρωτόβολος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν ή που τόν χτύπησαν πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …

    Dictionary of Greek

  • 79πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… …

    Dictionary of Greek

  • 80ριζοβόλος — ο / ῥιζοβόλος, ον, ΝΑ νεοελλ. το φυτό καρυόκαρο(ν) αρχ. αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος)] …

    Dictionary of Greek