δί-βολος

  • 41καρδιοβόλος — καρδιοβόλος, ον (Α) αυτός που προσβάλλει την καρδιά ή το στομάχι (α. «καρδιοβόλα φάρμακα» β. «καρδιοβόλα βρώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιο βόλος, πυρο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 42κατάβολος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 36 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Παντοκράτορας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. * * * ο (Α κατάβολος)… …

    Dictionary of Greek

  • 43κερασβόλος — κερασβόλος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από κέρατο 2. μτφ. (για πρόσ.) άκαμπτος, επίμονος, ισχυρογνώμων («μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῑν οἷον κερασβόλος, ὅς ἀτεράμων εἰς τοσοῡτον φύσει γίγνοιτ ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι», Πλάτ.) 3. φρ. «κερασβόλον …

    Dictionary of Greek

  • 44κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 45κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] …

    Dictionary of Greek

  • 46κοπροβόλος — κοπροβόλος, ον (Α) κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δορυ βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 47κορωνοβόλος — κορωνοβόλος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.] …

    Dictionary of Greek

  • 48κυματοβόλος — κυματοβόλος, ον (Α) αυτός που ρίχνει κύματα, που ξεσπά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, σφαιρο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 49κυρτοβόλος — κυρτοβόλος, ὁ (Α) ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δισκο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.] …

    Dictionary of Greek

  • 50λογχοβόλος — λογχοβόλος, ὁ (Μ) στρατιώτης που χτυπά με λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. οβιδο βόλος, φλογο βόλος] …

    Dictionary of Greek