δί-βολος

  • 31τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… …

    Dictionary of Greek

  • 32ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 33ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 34φεγγοβόλος — α, ο / φεγγοβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος]. η, ο, Ν αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βολος (< βόλος …

    Dictionary of Greek

  • 35θερμοβόλος — θερμοβόλος, ον (Α) αυτός που αναδίδει θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βόλος < βάλλω (πρβλ. ακοντο βόλος, δικτυο βόλος, ιχθυο βόλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 36θηριοβόλος — θηριοβόλος, ον (Α) τόπος που βγάζει θηρία, που φιλοξενεί άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. εκατη βόλος, εκη βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 37ιθυβόλος — ἰθυβόλος, ον (Α) 1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του 2. νοήμονος, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο βόλος, πυρο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 38ιχθυοβόλος — ἰχθυοβόλος, ον (AM) μσν. ιχθυβόλος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο βόλος, λιθο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 39ιχθύβολος — ἰχθύβολος, ον (Α) φρ. 1. «ἰχθύβολος θήρα» ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα 2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, πεζό βολος] …

    Dictionary of Greek

  • 40καλλίβολος — καλλίβολος, ὁ (Α) καλή βολή, επιτυχημένο ρίξιμο τού ζαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, αστρό βολος] …

    Dictionary of Greek