δί-βολος

  • 121θηροβολώ — θηροβολῶ, έω (Α) χτυπώ θηρία, σκοτώνω άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρο βολώ, πυρο βολώ] …

    Dictionary of Greek

  • 122θυμοβολώ — θυμοβολῶ, έω (Μ) προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, λιθο βολώ] …

    Dictionary of Greek

  • 123καρδιηβολώ — καρδιηβολῶ, έω (Α) βάλλω, χτυπώ στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδίη + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, φεγγο βολώ] …

    Dictionary of Greek

  • 124κερματοβολώ — ρίχνω με παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολώ, πυρο βολώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. titer amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 125κοντοβολώ — κοντοβολῶ, έω (Α) πλήττω με το κοντάρι, με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολώ, λιθο βολώ] …

    Dictionary of Greek

  • 126λαγωβόλος — ο (Α λαγωβόλος, ον, ουδ. και λαγωοβόλον) το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον η λαγουδέρα ή λαγούσα αρχ. 1. αυτός που κυνηγά λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 127λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… …

    Dictionary of Greek

  • 128μακροβόλος — ο (AM μακροβόλος, ον) αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …

    Dictionary of Greek