δί-βολος

  • 111Волос (город) — У этого термина существуют и другие значения, см. волос (значения). Город Волос Βόλος …

    Википедия

  • 112Воло — Город Волос Βόλος Страна ГрецияГреция …

    Википедия

  • 113Волос (город в Греции) — Город Волос Βόλος Страна ГрецияГреция …

    Википедия

  • 114Coach Trip (series 4) — Coach Trip  ◄ ►  Fourth Series (2010) Couples Name …

    Wikipedia

  • 115Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …

    Dictionary of Greek

  • 116αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι …

    Dictionary of Greek

  • 117δίβολος — η, ο (Α ος, ον) νεοελλ. 1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε 2. διφορούμενος αρχ. 1. διπλός 2. αυτός που έχει δύο αιχμές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βολος < βόλος < βάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 118εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 119ευείσβολος — εὐείσβολος, ον (Α) 1. αυτός στον οποίο εισβάλλει κάποιος εύκολα, αυτός που υπόκειται εύκολα σε εχθρικές εισβολές 2. εύκολος ως προς την είσοδο, ευπρόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εισ βολος (< εισβάλλω), πρβλ. δυσ είσ βολος] …

    Dictionary of Greek

  • 120εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… …

    Dictionary of Greek