δίχα ἕκαστον

  • 1συγκληρώ — όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος] 1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.) 2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής 3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον 4. κάνω… …

    Dictionary of Greek