-
1 διπλά
[дипла] εκίρ. вдвойне,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διπλά
-
2 δίπλα
[дипла] εκίρ. рядом,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δίπλα
-
3 возле Ιβόζλι/][/*] εκίρ. δίπλα, κρόθ. κοντά σε
[βαζλγιούμπλινναγια] ουσ. θ. αγαπημένηРусско-греческий новый словарь > возле Ιβόζλι/][/*] εκίρ. δίπλα, κρόθ. κοντά σε
-
4 возле Ιβόζλι][/*] επίρ δίπλα, κρόθ. κοντά σε
[βαζλγιούμπλινναγια] ουσ θ αγαπημένηРусско-эллинский словарь > возле Ιβόζλι][/*] επίρ δίπλα, κρόθ. κοντά σε
-
5 мимо
мимо δίπλα από, σιμά* пройти \мимо περνώ δίπλα, περνώ από κοντά* * *δίπλα από, σιμάпройти́ ми́мо — περνώ δίπλα, περνώ από κοντά
-
6 при
припредлог с предл. п.1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:\при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):\при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:\при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:\при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:\при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως... -
7 вдвое
вдвое διπλά, διπλάσια" \вдвое больше (меньше) δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο) \вдвое увеличить διπλασιάζω сгибать \вдвое διπλώνω* * *διπλά, διπλάσιαвдво́е бо́льше (ме́ньше) — δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο)
вдво́е увели́чить — διπλασιάζω
сгиба́ть вдво́е — διπλώνω
-
8 возле
-
9 около
около 1) (возле) κοντά, πλάι, δίπλα· \около меня κοντά μου· \около кинотеатра κοντά στο κινηματογράφο· \около Москвы κοντά στη Μόσχα 2) (приблизительно) περίπου, σχεδόν \около десятка περίπου δέκα· \около трёх часов περίπου τρεις ώρες* * *1) ( возле) κοντά, πλάι, δίπλαо́коло меня́ — κοντά μου
о́коло кинотеа́тра — κοντά στο κινηματογράφο
о́коло Москвы́ — κοντά στη Μόσχα
2) ( приблизительно) περίπου, σχεδόνо́коло деся́тка — περίπου δέκα
о́коло трёх часо́в — περίπου τρεις ώρες
-
10 размер
размер м 1) (величина) το μέγεθος· η έκταση (масштаб) 2) (номер) о αριθμός, το νούμερο (обуви)' το μέγεθος (одежды) ◇ в двойном \размере διπλά* * *м••в двойно́м разме́ре — διπλά
-
11 сбоку
-
12 у
у δίπλα, πλάι, κοντά; у гостиницы κοντά στο ξενοδοχείο; у меня есть (нет) έχω (δεν έχω); у нас σε μας; у вас σε σας* * *δίπλα, πλάι, κοντάу гости́ницы — κοντά στο ξενοδοχείο
у меня́ е́сть (нет) — έχω (δεν έχω)
-
13 бок
бокм1. (сторона) ἡ πλευρά, τό πλάγιο[ν] μέρος:по \бокам (чего́-л.) ἀπό τά δύο μέρη, ἀπό τίς δυό πλευρές; вид с \боку ἡ ἄποψη ἀπ' τά πλάγια, ἡ πλαγία ἀποψη;2. (человека, животных) τό πλευρό[ν]:у меня колет в \боку́ μέ σουβλίζει τό πλευρό μου; ◊ \бок ὁ \бок πλάϊ-πλάϊ, δίπλα; под \боком πολύ κοντά, δίπλα, κολλητά; намять \бока кому́-л. разг ξυλοκοπώ, σπάζω στό ξύλο; схватиться за \бока (сильно смеяться) ξεκαρδίζομαι; взять кого-л. за \бока разг ὑποχρεώνω (или καταναγκάζω) κάποιον. -
14 вдвойне
вдвойненареч διπλά, διπλάσια, δυό φορές περισσότερο:заплатить \вдвойне πληρώνω διπλάσια, πληρώνω τά διπλά. -
15 возле
возле1. нареч πλησίον, δίπλα, παραπλεύρως·2. предлог с-род. ἡ. δίπλα σέ, σιμά, κοντά σέ. -
16 махровый
махров||ыйприл1. бот. μέ διπλά πέταλα:\махровый цветок τό ἄνθος μέ διπλά πέταλά2. перен:\махровый· реакционер μαύρος ἀντιδραστικός· ◊ \махровыйое полотенце ἡ χνουδωτή πετσέτα, -
17 плечо
плеч||ос1. ὁ ὠμος:\плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος. -
18 подсадить
подсадитьсов, подсаживать несов1. (помогать влезть) βοηθώ κάποιον νά ἀνέβει, ἀνεβάζω·2. (посадить рядом) καθίζω δίπλα, βάζω νά καθίσει δίπλα·3. (растения) φυτεύω συμπληρωματικά. -
19 приволжский
приволжскийприл δίπλα στό Βόλγα, παρά τόν Βόλγα:\приволжский город ἡ πόλη δίπλα στό Βόλγα. -
20 приусадебный
приусадебныйприл πού βρίσκεται δίπλα στό σπίτι, στό ἀγρόκτημα:\приусадебный участок κτήμα δίπλα στό σπίτι.
См. также в других словарях:
δίπλα — (I) επίρρ. Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι 2. πλαγιαστά, πλάγια 3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» περιπλανιέμαι στα βουνά γ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.… … Dictionary of Greek
δίπλα — επίρρ. τοπ. 1. πλάι, πλάγια, στην μπάντα: Ζει δίπλα σε λίμνη. 2. πλαγιαστά: Έγειρε δίπλα και αποκοιμήθηκε. η πιέτα, πτυχή υφάσματος: Η φούστα της έχει πολλές δίπλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλά — διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλά — επίρρ. [διπλός] διπλάσια, σε διπλάσια ποσότητα … Dictionary of Greek
διπλᾶ — διπλάζω double fut ind act 1st sg (doric aeolic) διπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (attic) διπλόος twofold fem nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλᾷ — διπλάζω double fut ind mid 2nd sg (epic) διπλάζω double fut ind act 3rd sg (epic) διπλός fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίπλα-Μαλάμου, Κλεαρέτη — (Πρέβεζα 1897 – Αθήνα 1977). Ποιήτρια και πεζογράφος. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Το 1922 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της Στο διάβα μου. Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων Για λίγη αγάπη (1930), Γυναικείες… … Dictionary of Greek
δίπλ' — διπλά , διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) διπλέ , διπλός masc voc sg διπλαί , διπλός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλάσας — διπλά̱σᾱς , διπλάζω double fut part act fem acc pl (doric) διπλά̱σᾱς , διπλάζω double fut part act fem gen sg (doric) διπλάσᾱς , διπλάζω double aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ρουστίκων — Δίπλα στο ναό του χωριού Ρούστικα (20 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά του Ρεθύμνου) λειτουργεί ένα μικρό εκκλησιαστικό μουσείο του οποίου ένα μέρος της συλλογής προέρχεται από τον ονομαστό δίκλιτο βυζαντινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και της… … Dictionary of Greek
διπλᾶς — διπλᾶ̱ς , διπλάζω double fut ind act 2nd sg (doric) διπλόος twofold fem acc pl (attic) διπλός fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)