1δίοψις — δίοψις, η (A) [όψις] 1. κοίταγμα μέσα από κάτι 2. διαύγεια, διαφάνεια 3. εξέταση, θεωρία, σκέψη …
Dictionary of Greek
2δίοψις — a view through fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3δίοψιν — δίοψις a view through fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
4διόψεως — διόψεω̆ς , δίοψις a view through fem gen sg (attic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)