δίον

  • 91επίδικος — η, ο (AM ἐπίδικος, ον) αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση τού δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «επίδικο πράγμα» ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 92επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 93επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος …

    Dictionary of Greek

  • 94επικαταράσσομαι — ἐπικαταράσσομαι (Α) πέφτω με πάταγο («ὑπὸ βάρους τῶν ἄνωθεν ἐπικαταραττομένων», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταράσσομαι «πέφτω κάτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 95επικαταρρήγνυμι — ἐπικαταρρήγνυμι (Α) διαρρηγνύω, καταξεσχίζω 2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαι πέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.) 3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω,… …

    Dictionary of Greek

  • 96επικατασκάπτω — ἐπικατασκάπτω (Α) 1. κατεδαφίζω, καταστρέφω 2. καταστρέφω επίσης 3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 97επικληρικός — ἐπικληρικός, ή, όν (Α) [επίκληρος] αυτός που αναφέρεται στην επίκληρο («ἐπικληρικός [λόγος] ὑπέρ τῆς Ἰοφῶντος θυγατρός», Δίον. Αλικ.) …

    Dictionary of Greek

  • 98επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 99επιλέγω — (AM ἐπιλέγω) 1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ) 2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός») νεοελλ. λέω τον επίλογο αρχ. μσν. 1. λέω επί πλέον ή μετά από… …

    Dictionary of Greek

  • 100επιλαμπρύνω — ἐπιλαμπρύνω (Α) [λαμπρός] 1. κάνω λαμπρό, στολίζω κάτι 2. διευκρινίζω, διασαφίζω («οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἧχον», Διον. Αλ.) 3. (για φωνή) καθιστώ τη φωνή πιο δυνατή («oἱ βάτραχοι προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν»,… …

    Dictionary of Greek