δίον

  • 81εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… …

    Dictionary of Greek

  • 82εναρχία — ἐναρχία, η (AM) η αρχή τού ενός, η εξουσία που ασκείται από έναν, μοναρχία («ἡ ὑπὲρ ἑναρχίαν ἑνότης», Δίον. Αρεοπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 83εναρχικός — ἑναρχικός, ή, όν (AM) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναρχία*, ο μοναρχικός («ἡνωμένον μὲν ἐστι τῇ ἐναρχικῇ Τριάδι», Δίον. Αρεοπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 84ενεξουσιάζω — ἐνεξουσιάζω (Α) 1. δείχνω ανεξαρτησία («ένεξουσιάζω τοῑς ῥυθμοῑς», Δίον. Αλ.) 2. ασκώ απόλυτη εξουσία, άρχω 3. μέσ. σφετερίζομαι εξουσία («ὁ ἐνεξουσιαζόμενος μισηθήσεται», ΠΔ) 4. παθ. υποδουλώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 85εντόπιος — α, ο και ντόπιος, α, ο (AM ἐντόπιος, ία, ον και ἐντόπιος, ον, Μ και ντόπιος, α, ο) 1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.) 2. ως ουσ. ο εντόπιος αυτόχθονος,… …

    Dictionary of Greek

  • 86ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… …

    Dictionary of Greek

  • 87εξάπους — ουν και εξάποδος, η, ο (AM ἑξάπους, ουν) 1. αυτός που έχει έξι πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια 3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος 3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες… …

    Dictionary of Greek

  • 88εξαγώγιμος — η, ο (Α ἐξαγώγιμος, ον) [εξαγωγή] (για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή αρχ. 1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά 2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.) 3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα τα… …

    Dictionary of Greek

  • 89εξαιμάσσω — ἐξαιμάσσω και αττ. τ. ἐξαιμάττω (Α) [αιμάσσω] 1. κάνω να ματώσει, να γεμίσει αίματα («ἐξαιμάσσω τῇ μάστιγι») 2. αναζωπυρώνω, ανανεώνω («ὡς ἐξαιμάττοντος τὰς λύπας», Δίον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 90εξεμπολώ — ἐξεμπολῶ, άω και ιων. τ. ἐξεμπολέω (Α) 1. κερδίζω από το εμπόριο («ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἤ ξενώσεται», Σοφ.) 2. ξεπουλώ («ἐξεμπολήσας τὸν φόρτον», Δίον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek