δίον
61ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …
62ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… …
63ακανθοφόρος — ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος) 1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια «ἀκανθοφόρος ἐχῑνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421) 2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. ακανθοφορώ] …
64ακατάγγελτος — η, ο (Α ἀκατάγγελτος, ον) [καταγγέλλω] νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση 2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της αρχ. αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος… …
65ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …
66ακεσσίπονος — ἀκεσσίπονος, ον (Α) αυτός που ξεκουράζει, που μάς κάνει να ξεχνάμε την κούραση «ἀκεσσιπόνοιο οἴνου» (Now. Δίον. 12, 369). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + πόνος] …
67ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… …
68ακόρυφος — η, ο (Α ἀκόρυφος, ον) [κορυφή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχή «ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.) 2. ο αναρίθμητος …
69αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …
70αρχίζωος — ἀρχίζωος, ον (Α) αυτός από τον οποίο αρχίζει ή πηγάζει η ζωή («ἀρχίζωον βάπτισμα», Διον. Αρεοπ.) …