δίον

  • 101επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… …

    Dictionary of Greek

  • 102επιτραγωδώ — ἐπιτραγῳδῶ, έω (Α) 1. διηγούμαι κάτι με τραγικό τρόπο 2. εξαίρω, εγκωμιάζω, μεγαλοποιώ, εξογκώνω («ἐπιτραγῳδεῑν τὰς τῶν Ἑλλήνων συμφοράς», Δίον. Αλ.) 3. ολοφύρομαι, θρηνώ με τραγικό τρόπο 4. προσθέτω κάτι σε μια τραγωδία 5. μιλώ, δημηγορώ με… …

    Dictionary of Greek

  • 103επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 104εποικιστικός — ή, ό [εποικιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εποικισμό («εποικιστική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δίον. Θερειανό] …

    Dictionary of Greek

  • 105επτάπολις — ἑπτάπολις, ὁ, ἡ (Α) 1. (για χώρα), αυτός που περιέχει επτά πόλεις («ὅσσοι δ’ ἑπτάπολιν μεσάτην ἤπειρον ἔχουσιν», Διον. Περ.) 2. (για τον Όμηρο) αυτός που διεκδικείται από επτά πόλεις …

    Dictionary of Greek

  • 106επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] …

    Dictionary of Greek

  • 107ερωή — ἐρωή, ἡ (Α) 1. γρήγορη κίνηση, ορμή, δύναμη («δουρὸς ἐρωή» η βολή τού δόρατος, Ομ. Ιλ.) 2. διέγερση, επιθυμία («γαστρὸς ἐρωή», Οππ.) 3. αποχώρηση, αποχή από κάτι, ησυχία («πολέμου ἐρωή» αποχή από τον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 4. διαφυγή, σωτηρία («οὐ γὰρ… …

    Dictionary of Greek

  • 108εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 109ευαρέστηση — η (Α εὐαρέστησις) [ευαρεστώ] 1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.) 2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα αρχ. 1. εύνοια… …

    Dictionary of Greek

  • 110ευαρεστήριος — εὐαρεστήριος, ον (Α) [ευάρεστος] 1. εξευμενιστικός, εξιλαστήριος 2. φρ. «εὐαρεστήριοι θυσίαι» οι θυσίες που τελούνται προς ευαρέστηση τού θεού (Διον. Αλ.) …

    Dictionary of Greek