δίολκος
1δίολκος — slipway masc nom sg …
2δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… …
3δίολκος — ο κατασκευή στον ισθμό της Κορίνθου από την οποία στην αρχαιότητα έσερναν τα πλοία από τη μια θάλασσα στην άλλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ДИОЛК — • Δίολκος, так назывался широкий волок, соединявший коринфскую гавань Лехей со схойнунтской бухтой (Σχοινου̃ς) Саронского залива; по нему товары и мелкие суда перетаскивались через невысокий хребет Исфма. Strab. 8, 335. 380. Arist.… …
5διόλκου — δίολκος slipway masc gen sg …
6διόλκῳ — δίολκος slipway masc dat sg …
7δίολκον — δίολκος slipway masc acc sg …
8Diolkos — For ancient attempts at cutting a canal through the Isthmus of Corinth, see Corinth Canal. The Isthmus with the Canal of Corinth close to which the diolkos ran …
9Dioklos — Der Isthmus und der Kanal von Korinth, in dessen Nähe der Diolkos verlief …
10Diolkos — Der Isthmus und der Kanal von Korinth, in dessen Nähe der Diolkos verlief …