δίκροτος)
1δίκροτος — double beating masc/fem nom sg …
2δίκροτος — η, ο (Α δίκροτος, ον) φρ. «δίκροτος, σφυγμός» ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος 19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία αρχ. 1. φρ. «δικρότοισι… …
3δίκροτον — δίκροτος double beating masc/fem acc sg δίκροτος double beating neut nom/voc/acc sg …
4δικρότοις — δίκροτος double beating masc/fem/neut dat pl …
5δικρότοισι — δίκροτος double beating masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6δικρότου — δίκροτος double beating masc/fem/neut gen sg …
7δικρότους — δίκροτος double beating masc/fem acc pl …
8δικρότων — δίκροτος double beating masc/fem/neut gen pl …
9δικρότῳ — δίκροτος double beating masc/fem/neut dat sg …
10δίκροτα — δίκροτος double beating neut nom/voc/acc pl …
- 1
- 2