δίκρος
1δίκρος — forked masc nom sg …
2δίκρον — δίκρος forked masc acc sg δίκρος forked neut nom/voc/acc sg …
3δίκρα — δίκρᾱ , δίκροος forked neut nom/voc/acc pl δίκρος forked neut nom/voc/acc pl δίκρᾱ , δίκρος forked fem nom/voc/acc dual δίκρᾱ , δίκρος forked fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4δίκρας — δίκρᾱς , δίκρος forked fem acc pl δίκρᾱς , δίκρος forked fem gen sg (attic doric aeolic) …
5δίκροος — δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, α, ον και δίκρους, ουν και δίκρος, α, ον) (για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτός νεοελλ. 1. φρ. «δίκροοι νομείς» οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την… …
6στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… …
7δίκραν — δίκρᾱν , δίκρος forked fem acc sg (attic doric aeolic) …
8δίκροι — δίκροος forked masc nom/voc pl (attic) δίκροος forked masc/fem nom/voc pl δίκρος forked masc nom/voc pl …
9δίκροις — δίκροος forked masc/fem/neut dat pl δίκρος forked masc/neut dat pl …
10δίκρους — δίκροος forked masc nom sg (attic) δίκροος forked masc/fem nom pl δίκροος forked masc/fem nom/voc sg δίκρος forked masc acc pl …
- 1
- 2