δίκα

  • 81David Myatt — Abdul Aziz ibn Myatt after his conversion to Islam in 1998, wearing a Thawb and a Taqiyah (cap) (aka Kufi). David Myatt, (born 1950) also known as David Wulstan Myatt[1] and formerly known as Abdul Aziz ibn Myatt[2] is the founder of The Numinous …

    Wikipedia

  • 82Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi …

    Wikipedia

  • 83Каррас, Василис — Василис Каррас Выступление в марте 2010 года …

    Википедия

  • 84Роккос, Стелиос — Стелиос Роккос Основная информация Дата рожден …

    Википедия

  • 85Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …

    Dictionary of Greek

  • 86Χαλκίδα — Πόλη (51.646 κάτ.) της Εύβοιας, πρωτεύουσα του νομού. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και στο πλησιέστερο σημείο της (περίπου 40 μ.) προς την ακτή της Βοιωτίας (όπου άλλωστε έχει απλωθεί η X. και όπου υπάρχει και ο σιδηροδρομικός… …

    Dictionary of Greek

  • 87άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …

    Dictionary of Greek

  • 88άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …

    Dictionary of Greek

  • 89άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς …

    Dictionary of Greek

  • 90ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek