δίκα
101αυτοάμυνα — η η άμυνα που πραγματοποιεί κανείς μόνος του, με τα δικά του μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + άμυνα. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self defense)] …
102αυτοδηλητηρίαση — η δηλητηρίαση του οργανισμού από δικά του μεταβολικά προϊόντα, η οποία οφείλεται σε διαταραχές του ήπατος, των νεφρών ή των εντέρων …
103αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …
104αυτοπώλης — αὐτοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλά ο ίδιος τα δικά του προϊόντα …
105αυτοστεγάζομαι — στεγάζομαι με δικά μου μέσα ή με κρατική ενίσχυση, αλλά δική μου φροντίδα …
106αυτοσυντήρηση — η 1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα 2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.… …
107αυτοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται με τα δικά του μέσα, ο αυτάρκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + συντηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] …
108αυτόρριζος — αὐτόρριζος, ον 1. από τη ρίζα, μαζί με τις ρίζες 2. αυτός που έχει δικές του ρίζες, δικά του θεμέλια ή προέλευση …
109αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… …
110βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …