δίκαια καὶ μὴ δίκαια

  • 81λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …

    Dictionary of Greek

  • 82νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …

    Dictionary of Greek

  • 83πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …

    Dictionary of Greek

  • 84Κουτσοχέρας, Γιάννης — (Ζήρια Αχαΐας 1904 – 1994). Νομικός, οικονομολόγος, λογοτέχνης και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και λογοτεχνία, φιλοσοφία, θέατρο και κοινωνιολογία στο… …

    Dictionary of Greek

  • 85κλέφτικα τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που δημιουργήθηκαν κυρίως μετά τον 16o αι., όταν εκδηλώθηκε έντονα η επαναστατική δράση των κλεφταρματολών κατά των Τούρκων κατακτητών. Τα συνέθεταν συνήθως λαϊκοί τραγουδιστές και τα τραγουδούσαν στις πόλεις και… …

    Dictionary of Greek

  • 86Μέγκιος — (κινεζικά Μενγκ K’ ο ή Μενγκ Τσε, εκλατινισμένος τύπος Mencius και εξελληνισμένος Μέγκιος, Τσόου, Σαντούνγκ 372 – 288 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Ο εκλατινισμός του ονόματός του οφείλεται στους πρώτους ιησουίτες ιεραποστόλους που έφτασαν στην Κίνα …

    Dictionary of Greek

  • 87Ντράγερ, Καρλ Τέοντορ — (Carl TheodorDreyer, Κοπεγχάγη 1889 – 1968). Δανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να πλησιάσει τους κινηματογραφικούς κύκλους της Δανίας περίπου το 1912 και να συνεργαστεί στα σενάρια των… …

    Dictionary of Greek

  • 88Τίτος, Φλάβιος Βεσπασιανός — (Flavius Vespasianus Titus, Ρώμη 39 μ.Χ. – Άκουε Κουτίλιαι 81). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, όπως και ο πατέρας του Βεσπασιανός, και διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στη Γερμανία και στη Βρετανία, όπου απέκτησε… …

    Dictionary of Greek

  • 89ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… …

    Dictionary of Greek

  • 90βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …

    Dictionary of Greek