δίζηνται
1δίζηνται — δίζημαι seek out pres ind mp 3rd pl …
2δίζημαι — (Α) 1. αναζητώ ανάμεσα σε πολλούς 2. προσπαθώ, επιδιώκω 3. (με απαρμφ.) προσπαθώ να κάνω κάτι («βίαια δίζηνται λαβεῑν», Αισχ.) 4. ζητώ πληροφορίες, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αθέματο ενεστώτα με αναδιπλασιασμό που προέρχεται από αρχικό τ.… …