δίαυλος
1Δίαυλος — double pipe masc nom sg …
2δίαυλος — double pipe masc nom sg …
3δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …
4δίαυλος ή κανάλι τηλεόρασης — Ζώνη συχνοτήτων πλάτους επτά ΜΗΖ, η οποία περιέχει τις διαμορφωμένες συχνότητες εικόνας και ήχου ενός πομπού τηλεόρασης. Ο όρος δ. προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη δίαυλος, που σήμαινε αγώνα δρόμου αλλά και μουσικά όργανα με τη μορφή… …
5δίαυλος — ο 1. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, μπουγάζι, κανάλι. 2. αρχαίο αγώνισμα δρόμου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ДИАВЛ — • Δίαυλος, см. Gymnasium, Гимнасий …
7Διαύλοις — Δίαυλος double pipe masc dat pl …
8διαύλοις — δίαυλος double pipe masc dat pl …
9Διαύλοισι — Δίαυλος double pipe masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10διαύλοισι — δίαυλος double pipe masc dat pl (epic ionic aeolic) …