δήμου

  • 81λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …

    Dictionary of Greek

  • 82μεταδημότευση — η [μεταδημοτεύω] η μετεγγραφή ενός δημότη από το δημοτολόγιο ενός δήμου ή μιας κοινότητας στο δημοτολόγιο άλλου δήμου ή κοινότητας …

    Dictionary of Greek

  • 83ξυλόκαστρο — Μεγάλος παράλιος παραθεριστικός δήμος (6087 κάτ., υψόμ. 10), του νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16.802 κάτ.), στον οποίο ανήκουν εκτός του δήμου Ξυλόκαστρου και 25 κοινότητες. Το θέρετρο είναι χτισμένο στα παράλια του Κορινθιακού …

    Dictionary of Greek

  • 84παλιούρι — I Ακρωτήριο που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Χαλκιδική στο δυτικό άκρο του κόλπου της Κασσάνδρας. Είναι το Καναστραίον άκρο των αρχαίων. II Όνομα 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα της ομώνυμου δήμου. 2 …

    Dictionary of Greek

  • 85παραλία — I Το παραλιακό τμήμα της αρχαίας Αττικής και ιδιαίτερα εκείνο από το ακρωτήριο του Ζωστήρα ή των Αλών Αιξωνίδων μέχρι το ακρωτήριο του Σουνίου και από εκεί ως τη Βραυρώνα. Λέγεται Πάραλος γη. II Όνομα εννιά οικισμών. 1. Mεγάλος παράλιος οικισμός… …

    Dictionary of Greek

  • 86παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… …

    Dictionary of Greek

  • 87πολύδωρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου και της Λαοθόης, που κατά τον Όμηρο σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Ο Ευρυπίδης στην Εκάβη τον αναφέρει ως γιο του Πρίαμου και της Εκάβης που σκοτώθηκε από τον Πολυμήστορα,… …

    Dictionary of Greek

  • 88προάστιο — Όνομα 4 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Νέο Προάστιο (υψόμ. 20 μ.) και Λάκκος (υψόμ. 280 μ.). 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 89προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …

    Dictionary of Greek

  • 90πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ …

    Dictionary of Greek