δέσποινα
1Δέσποινα — mistress fem nom/voc sg …
2δέσποινα — mistress fem nom/voc sg …
3δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… …
4δέσποινα — η κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα, κυρά: Μετά το υπέροχο δείπνο, ευχαρίστησε τη δέσποινα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Δετζώρτζη, Δέσποινα — (Αθήνα 1919 –). Λογοτέχνης και μεταφράστρια. Είναι πρώην σύζυγος του Νάσου Δετζώρτζη (βλ. λ.). Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας). Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1953 με …
6Δεσποίνας — Δεσποίνᾱς , Δέσποινα mistress fem acc pl Δεσποίνᾱς , Δέσποινα mistress fem gen sg (doric aeolic) …
7δεσποίνας — δεσποίνᾱς , δέσποινα mistress fem acc pl δεσποίνᾱς , δέσποινα mistress fem gen sg (doric aeolic) …
8Δέσποιν' — Δέσποινα , Δέσποινα mistress fem nom/voc sg Δέσποιναι , Δέσποινα mistress fem nom/voc pl …
9δέσποιν' — δέσποινα , δέσποινα mistress fem nom/voc sg δέσποιναι , δέσποινα mistress fem nom/voc pl …
10Δεσποίν' — Δεσποίνᾱͅ , Δέσποινα mistress fem dat sg (doric aeolic) …