δέμας

  • 21REGES et REGERE — voces sunt a pastoribus mutuatae: Pastor enim proprie Hebraeis, roge; pascere raga, ut Syris rega. Et certe in Pastorali arte Politici regiminis species non obscura cernitur> ut enim Pastor se habet ad oves, ita Rex ad subditos. Unde illud in… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22ROSOMACHA — hyaenae species Selavis, in Septentrione frequens, Suecis Ierf, Germanis Wilfra, de qua sic Olaus: Petuntur, inquit, a veneatoribus, pellis solum gratiâ, quae apud nobiles et ditissimos ad vestimenta in pretio est, utpote splendidis et florum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24TIGRIS — I. TIGRIS quadrupedum pulcherrima, ut pavo avium, Oppianus, Cyneget. l. 3. v. 340. Τίγριδος αὖ μετέπειτα κλυτὸν δέμας ἀείδωμεν Τῆς οὐ τερπνότερον φύσις ὤπαϚε τεχνήεςςα, Ο᾿φθαλμοῖσιν ἰδεῖν, θηρῶν μετὰ πουλυν` ὅμιλον, Τόςςον δ᾿ ἐν θήρεςςι μέγ᾿… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 25αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 26αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… …

    Dictionary of Greek

  • 27δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… …

    Dictionary of Greek

  • 28δομή — η (AM δομή) 1. χτίσιμο, οικοδόμηση 2. οικοδόμημα νεοελλ. κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση αρχ. δέμας, σώμα …

    Dictionary of Greek

  • 29ικμαίνω — ἰκμαίνω (Α) [ικμάς] 1. υγραίνω, νοτίζω, βρέχω 2. φρ. «δέμας ἰκμαίνομαι» υγραίνω το σώμα, αλείφω το σώμα με κάποιο αρωματικό λάδι …

    Dictionary of Greek

  • 30καταβόσκω — (AM) (για κοπάδι) τρέφομαι από το χόρτο που φύεται στο έδαφος («κῆπον αἴξ ἐμή κατεβοσκήσατο», Λόγγ.) αρχ. 1. (για βοσκό) βόσκω ποίμνια σε κάποιο τόπο («ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἤ ἀμπελῶνα... ἀποτίσει ἐκ τοῡ ἀγροῡ αὐτοῡ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῡ» …

    Dictionary of Greek