δέλφιξ
1δέλφιξ — ( ικος), ο (Α) ο τρίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού] …
2δέλφικα — δέλφιξ tripod masc acc sg …
3δέλφικι — δέλφιξ tripod masc dat sg …
4έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …