δέλλις
1δέλλις — ( ιθος), η (Α) είδος σφήκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλλις συνδέεται πιθ. με τη λ. βελόνη και με λιθ. geliu, gelti «τρυπώ, σουβλίζω» (< ΙΕ *gwel ), σχηματισμένη με επίθημα όπως το όρνις ( ιθος). Τα δύο λλ τής λέξεως προήλθαν πιθ. από λν , με ανομοίωση] …
2δέλλις — wasp fem nom sg …
3δέλλιθες — δέλλις wasp fem nom/voc pl …
4δέλλιθος — δέλλις wasp fem gen sg …