δά-σκιος
1Σκίος — masc nom sg …
2σκιός — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sciaena umbra τής οικογένειας σκιαινίδες, συγγενικού με το μυλοκόπι και με τον κρανιό, που έχει εύγευστη σάρκα, αλλ. σικιός …
3Σκίῳ — Σκίος masc dat sg …
4ετερόσκιος — ο (Α ἑτερόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοι αυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ… …
5εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… …
6θεόσκιος — θεόσκιος, ον (Μ) αυτός που σκιάζεται προστατευτικά από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος, κατά σκιος] …
7κατάσκιος — α ο (AM κατάσκιος, ον) αυτός που καλύπτεται από σκιά, βαθύσκιος αρχ. 1. αυτός που έχει παντού σκιά 2. αστρολ. (για περιοχή) σκιερός 3. αυτός που ρίχνει πολλή σκιά, που επισκιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. εν σκιος, υπό… …
8μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… …
9μεγαλόσκιος — μεγαλόσκιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σκιά (πρβλ. βαθύ σκιος, δολιχό σκιος)] …
10ολόσκιος — α, ο (Α ὁλόσκιος, ον) πολύ σκιερός, ολόσκιωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μεγαλό σκιος] …