Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δάση

  • 1 угодье

    угодь||е
    с τά κτήματα:
    лесные \угодьея τά δάση· полевые \угодьея τά χωράφια.

    Русско-новогреческий словарь > угодье

  • 2 девственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -венно.
    1. παρθενικός. || μτφ. παρθένος, αγνός, καθαρός, αδιάφθορος.
    2. άθιχτος μέχρι τώρα•

    -ые леса παρθένα δάση•

    -ая почва παρθένο έδαφος.

    εκφρ.
    - ая плева – παρθενικός υμένας.

    Большой русско-греческий словарь > девственный

  • 3 залесный

    επ.
    πίσω από το δάσος ή ανάμεσα από δάση.

    Большой русско-греческий словарь > залесный

  • 4 зверовой

    επ.
    του θηρίου, για θηρία•

    -ое место κυνηγότοπός•

    -ая тропа μονοπάτι άγριων ζώων•

    -ая охота κυνήγι άγριων ζώων•

    -ая избушка σπιτάκι των κυνηγών (στα δάση, βουνά).

    || κυνηγετικός, θηρευτικός•

    -ая собака κυνηγετικό σκυλί.

    Большой русско-греческий словарь > зверовой

  • 5 извести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ξοδεύω, δαπανώ• καταναλώνω•

    извести много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    извести много бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί.

    2. εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, ξεκάνω•

    извести мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια•

    этот злодей хотел меня извести αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει•

    извести леса καταστρέφω τα δάση.

    Большой русско-греческий словарь > извести

  • 6 пожирать

    ρ.δ.μ.
    κατατρώγω, καταβιβρώοκω• καταβροχθίζω. || μτφ. καταστρέφω, εξολοθρεύω•

    саранча -ает посевы η ακρίδα καταστρέφει τα σπαρτά•

    огонь -ает леса η φωτιά καταστρέφει τα δάση.

    εκφρ.
    пожирать книги – καταβροχθίζω βιβλία (διαβάζω αχόρταγα)•
    - глазами – κοιτάζω αχόρταγα.
    καταβροχθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > пожирать

  • 7 тропический

    επ.
    τροπικός•

    тропический пояс τροπική ζώνη•

    -ие леса τροπικά δάση•

    -ие страны οι τροπικές χώρες•

    -ая болезнь τροπική νόσος.

    Большой русско-греческий словарь > тропический

См. также в других словарях:

  • δασῆ — δασύς with a shaggy surface neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάση — δάσος thicket neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δάσος thicket neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …   Dictionary of Greek

  • μαγκρόβια δάση — Δενδρώδεις διαπλάσεις των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από φυτά που ανήκουν στις οικογένειες ριζοφορίδες, σονερατιίδες, βερβερίδες (δικοτυλήδονα) και φοινικίδες (μονοκοτυλήδονα). Τα φυτά αυτά σχηματίζουν πυκνά …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»