δάπεδον
1δάπεδον — level surface neut nom/voc/acc sg …
2δαπέδοιο — δάπεδον level surface neut gen sg (epic) …
3δαπέδοις — δάπεδον level surface neut dat pl …
4δαπέδοισι — δάπεδον level surface neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5δαπέδοισιν — δάπεδον level surface neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6δαπέδου — δάπεδον level surface neut gen sg …
7δαπέδων — δάπεδον level surface neut gen pl …
8δαπέδῳ — δάπεδον level surface neut dat sg …
9δάπεδα — δάπεδον level surface neut nom/voc/acc pl …
10δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… …
Страницы