δάπεδον

  • 21θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 23προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …

    Dictionary of Greek

  • 24ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …

    Dictionary of Greek

  • 25σκάπετος — και σκάπεδος, ἡ, Α τάφρος, λάκκος ή, κατ άλλους, τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα ετος (πρβλ. πάχ ετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον] …

    Dictionary of Greek

  • 26δαπέδωι — δαπέδῳ , δάπεδον level surface neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 27δάπεδ' — δάπεδα , δάπεδον level surface neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28dem-, demǝ- —     dem , demǝ     English meaning: to build; house     Deutsche Übersetzung: “bauen”, originally probably “zusammenfũgen”     Material: Gk. δέμω “build”, from the heavy basis participle perf. pass. δεδμημένος, Dor. (Pindar) νεόδμᾱτος “ newly… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 29pē̆ d-2, pō̆ d- —     pē̆ d 2, pō̆ d     English meaning: foot, *genitalia     Deutsche Übersetzung: “Fuß”; verbal “gehen, fallen”     Grammatical information: m. nom. sg. pō̆ ts, gen. ped és/ ós, nom. pl. péd es     Material: 1. O.Ind. pad “foot” (pü t, pü dam …

    Proto-Indo-European etymological dictionary